Παρασκευή, Φεβρουαρίου 29

Απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Γεωργίου Α΄

Τον Φεβρουάριο του 1898 η δημοτικότητα της Βασιλείας βρισκόταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Είχε προηγηθεί ο ατυχής για την Ελλάδα ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, ο οποίος είχε ταπεινώσει την Ελλάδα. Υπεύθυνος τότε θεωρήθηκε ο αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατού, ο διάδοχος Κωνσταντίνος. Η δυσαρέσκεια όμως επεκτάθηκε και στο θεσμό της βασιλείας με αποτέλεσμα να εκφράζονται έντονες ανησυχίες απο το βασιλικό περιβάλλον για το τι θα επακολουθούσε. Μέσα σε όλον αυτόν τον αναβρασμό ένα περιστατικό ήρθε για να ταράξει ακόμα περισσότερο τα νερά.

Στις 14 Φεβρουαρίου λοιπόν του 1898 ο Γεώργιος είχε βγεί με την βασιλική άμαξα για έναν περίπατο στο Φάληρο. Μαζί του, εκτός απο τους υπασπιστές και τη προσωπική του φρουρά, ήταν και η πριγκίπισσα Μαρία. Στη θέση Ανάλατος, στη λεωφόρο Συγγρού, γύρω στις 4.30 ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ δέχτηκε πυροβολισμούς απο δύο αγνώστους. Αποτέλεσμα ήταν ο κυνηγός του Βασιλιά, Περικλής Νέρης.

Όταν μαθεύτηκε η απόπειρα κατά του Βασιλιά συγκεντρώθηκε πλήθος κόσμου μπροστά στα ανάκτορα ενώ αμέσως τον επισκέφθηκε ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Ζαΐμης. Τις επόμενες μέρες διάφορες συγκεντρώσεις πραγματοποιήθηκαν με σκοπό την στήριξη του Βασιλιά ενώ οι πρεσβευτές των ξένων χωρών επισκέφθηκαν τον Βασιλιά. Οι δράστες συνελλήφθησαν αμέσως. Επρόκειτο για τους Γ. Καρδίτση, δημοτικό υπάλληλο και εθελοντή στην Κρητική επανάσταση και Ι. Γεωργίου ή Κυριακού, απο την Μακεδονία. Και οι δύο υποστήριξαν οτι επιχείρησαν να δολοφονήσουν τον Βασιλιά επειδή τον θεωρούσαν ως υπαίτιο της ήττας στον ελληνοτουρκικό πόλεμο. Σύμφωνα επίσης με τον Κυριακού, αυτός που τον έπεισε να πραγματοποιήσουν αυτή την ενέργεια ήταν ο Καρδίτσης, ο οποίος του "έβαζε λόγια".

Η προχειρότητα της ενέδρας δημιούργησε υποψίες περι της απόπειρας. Μεγάλη μερίδα του κόσμου καθώς και ο εκδότης της εφημερίδας "Καιροί" υποστήριξαν οτι ήταν σκηνοθετημένη προκειμένου να ανακτήσει τη χαμένη δημοτικότητά του ο Βασιλιάς. Η δίκη πραγματοποιήθηκε στις 19 Μαρτίου και οι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε θάνατο, ποινή αρκετά αυστηρή. Ο βασιλιάς υπο το βάρος των διαφόρων υπόνοιων περι σκηνοθετημένης απόπειρας δίστασε, αν και είχε το δικαίωμα, να απονεμει χάρη στους καταδικασθέντες.

Παρα τις υπουργικές διαβεβαιώσεις για μη εκτέλεση της ποινής, οι δύο καταδικασθέντες καρατομήθηκαν στις φυλακές Παλαμηδίου στις 27 Απριλίου 1898. Η εφημερίδα Σκριπ καταλήγει ειρωνικά, αφήνοντας ίσως και υπόνοιες, αναφέροντας: "Μας δίδεται δε δια το μέλλον μάθημα, ότι δεν πρέπει να παρέχωμεν πίστιν εις τας υπουργικάς διαβεβαιώσεις".

Μετά τη δολοφονία ο βασιλιάς ξεκίνησε έναν πρωτοφανή πόλεμο εναντίον των δημοσιογράφων και των πολιτικών αποδίδοντας σε αυτούς τις ευθύνες για την ήττα του ελληνικού στρατού και παράλληλα κερδίζοντας πάλι τη συμπάθεια του λαού. Στο μέρος όπου έγινε η απόπειρα δολοφονίας του, ανεγέρθηκε το εκκλησάκι του Αγίου Σώστη, όπου διατηρείται και σήμερα.

Η Δολοφονία του Ίωνος Δραγούμη



Με τον Δημήτριο Γούναρη, και πλήθος άλλων αντι-βενιζελικών, εξόριστο η αντιπολίτευση έβλεπε στο πρόσωπο του Ίωνα Δραγούμη τον άνθρωπο που θα μπορούσε "επιτέλους" να δώσει τέλος στην κυριαρχία των Φιλελευθέρων. Σχετικά νέος στην πολιτική, με μεγάλη οικογενειακή παράδοση και δράση στους μακεδονικούς αγώνες, ο Δραγούμης είχε τεθεί απο το 1917 στο πλευρό του Βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄ διαφωνώντας με την εκδίωξη του τελευταίου.

Η διαφωνία του βέβαια δεν περιοριζόταν μόνο στο πρόσωπο του Βασιλιά αλλά και στη γενικότερη πολιτική του Βενιζέλου έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η εκθρόνιση όμως του Κωνσταντίνου και η απροκάλυπτη ανάμειξη των ξένων δυνάμεων στα εσωτερικά του κράτους προκάλεσε την έντονη αντίδρασή του αποστασιοποιημένου, ως ένα βαθμό, απο την ενεργή πολιτική σκηνη Δραγούμη. Με άρθρο του στις 16 Ιουνίου 1917 στο περιοδικό "Πολιτική Επιθεώρησις" που εξέδιδε ο ίδιος εξαπέλυσε δριμεία επίθεση εναντίον της Ανταντ και του Βενιζέλου. Το άρθρο αυτό, που εξόργισε τον Γάλλο γερουσιαστή Ζονάρ, στάθηκε η αφορμή για να συμπεριληφθεί και ο Δραγούμης στη λίστα με τους ανεπιθύμητους και να εξοριστεί αρχικά στην Κορσική και αργότερα στη Σκόπελο.

Έτσι λοιπόν το 1919 επέστρεψε στην Ελλάδα και γρήγορα, εν τη απουσία του Γούναρη, αναδείχθηκε σε ηγετική μορφή της αντιπολίτευσης. Στις 30 Ιουλίου 1920 πραγματοποιήθηκε δολοφονική απόπειρα κατά του Βενιζέλου στον σιδηροδρομικό σταθμό της Λιόν. Δράστες ήταν δύο απόστρατοι αξιωματικοί του στρατού, ο Γεώργιος Κυριάκης και ο Απόστολος Τσερέπης. Ως συνήθως τα νέα για το περιστατικό παραποιήθηκαν με αποτέλεσμα να διαδοθεί στην Αθήνα η πληροφορία οτι ο Βενιζέλος δολοφονήθηκε. Ένα νέο κύμα τρομοκρατίας εξαπολύθηκε.

Ο Δραγούμης έμαθε τα νέα στο σπιτι που διέμενε με την Μαρίκα Κοτοπούλη στην οδό Ξενίας στις 31 Ιουλίου. Έμαθε επίσης οτι οι βενιζελικοί είχαν επιτεθεί στο θέατρο Κοτοπούλη καθώς και σε αντι-βενιζελικές εφήμερίδες (Καθημερινή κ.α.). Για μεγαλύτερη ασφάλεια ο Δραγούμης θεώρησε αναγκαίο να πάνε στο σπίτι του στην Κηφισιά.

Στη συμβολή Αλεξάνδρας και Κηφισίας (απέναντι απο την έπαυλη Θων) ο Παύλος Γύπαρης, μέλος της προσωπικής φρουράς του Βενιζέλου και επικεφαλής στρατιωτικού τάγματος, στάματησε το αυτοκίνητο του Δραγούμη. Ύστερα απο διαβουλεύσεις που κράτησαν αρκετή ώρα τους επετράπηκε να φύγουν. Αφου έφτασε σπίτι, και παρα τις αντιρρήσεις της Κοτοπούλη, ο Δραγούμης έφυγε αμέσως για τα γραφεία του περιοδικού του "Πολιτική επιθεώρησις". Παρα τις συμβουλές της συντρόφου του, Κοτοπούλη, ο Ίωνας Δραγούμης επέλεξε να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο με πριν, αν και γνώριζε οτι το τάγμα ασφαλείας είχε παραμείνει στο ίδιο σημείο.

Το σκηνικό επαναλήφθηκε. Το τάγμα ασφαλείας σταμάτησε το ford του Δραγούμη και τον κατέβασε. Ύστερα απο κάποιες διαβουλεύσεις στις οποίες -τραγική ειρωνία- φέρεται να πήρε μέρος ο Εμμανούηλ Μπενάκης, πατέρας της Πηνελόπης Δέλτα και ακραιφνής Βενιζελικός, ο Δραγούμης οδηγήθηκε συνοδεία στρατιωτικού αποσπάσματος στη συμβολή των οδών Παπαδιαμαντόπουλου και Κηφισίας. Εκεί τουφεκίστηκε απο το απόσπασμα γύρω στις 4 το μεσημέρι.

Αυτόπτης μάρτυρας ήταν ο Ρώσος στρατιωτικός Ιγκόρ Λεμπέντιεφ ο οποίος αναφέρει μεταξύ άλλων: "την προσοχήν μου επέσυρεν ομάς στρατιωτικών αγόντων εν συνοδεία έναν πολίτην καλού παρουσιαστικού και βαδίζοντος μετά πολλής αξιοπρέπειας [...] οι στρατιώτες επυροβόλησαν [...] Ουδέν πρόσταγμα ηκούσθη. Ο πυροβοληθείς πολίτης κατέπεσεν άπνους χωρίς να βγάλει κραυγήν, χωρίς να πεί τι." Οι συγγενείς του Δραγούμη πληροφορήθηκαν το γεγονός αποκρύπτοντάς το απο την Μαρίκα Κοτοπούλη, λόγω του ευαίσθητου χαρακτήρα της. Ο Βενιζέλος καταδίκασε την ενέργεια και απέστειλε συλλυπητήριο τηλεγράφημα στον πατέρα του Ίωνα, Στέφανο Δραγούμη. Παράλληλα οι φιλοβενιζελικές εφημερίδες ασχολούντουσαν με την απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου χωρίς να αναφερθούν στη δολοφονία του ηγέτης της αντιπολίτευσης. Αλλά και όταν αναφέρθηκαν το χρονικό της δολοφονίας σκόπιμα παραποιήθηκε. Χαρακτηριστικά η εφημερίδα "Καιροί" γράφει: "Καθ'ον η φρουρά αυτή φόνευσε τον Δραγούμην, διότι ηθέλησε να δραπετεύσει". Οι αντι-βενιζελικές εφημερίδες μετά απο μέρες ασχολήθηκαν με το θέμα αφού οι καταστροφές που είχαν προκληθεί στα τυπογραφεία τους άργησαν να διορθωθούν.

Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ρέπουλης διέταξε ανακρίσεις και οδηγήθηκαν ως κατηγορούμενοι οι Παύλος Γύπαρης, Εμμανουήλ Μπενάκης, Βούλγαρης και Γεωργαντάς. Ο Γύπαρης φωτογράφισε ως ηθικό αυτουργό τον Μπενάκη. Όλοι τους αθωώθηκαν και οι ευθύνες τελικά καταλογίστηκαν στο τάγμα ασφαλείας. Αναμφίβολα όμως ο Μπένακης, που αποδειγμένα συνάντησε 1 - 2 ώρες πριν την εκτέλεση τον Γύπαρη, και ο Ρέπουλης, ως αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, φέρουν σοβαρές ευθύνες για αυτή την εξέλιξη.

Με τη δολοφονία του Δραγούμη η παράταξη των αντιβενιζελικών έχασέ ένα σημαντικό στέλεχος ενώ οξύνθηκε  η πολιτική αντιπαράθεση. Αν και οι πολιτικές του απόψεις άγγιζαν τα όρια του εθνικισμού, ο πολιτικός του λόγος ήταν γόνιμος και δεν θύμιζε καθόλου την στείρα αντιπολίτευση που ασκούσαν συνήθως οι βενιζελικοί ή οι αντι-βενιζελικοί. Οι διαφωνίες του ήταν καθαρά ιδεολογικές και σε καμία περίπτωση δεν γινόνταν απο εμπάθεια για τον αντίπαλό του. Η εκτέλεση του Δραγούμη ήταν μια ψυχρή πράξη αντεκδίκησης για την απόπειρα δολοφονιας του Βενιζέλου και ίσως αποτελεί το αποκορύφωμα του Εθνικού Διχασμού. Σήμερα στο σημείο όπου δολοφονήθηκε, απέναντι απο το ξενοδοχείο Hilton, υπάρχει μαρμάρινη στήλη, έργο του Αριστοτέλη Ζάχου.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 28

Να μην γράφουμε μόνο για να δούμε το όνομά μας

Πρόσφατα διάβαζα το βιβλίο "Ιστορικό Λεξικό Περιοχής Δήμου Ρίου Νομού Αχαΐας" και αναρωτήθηκα για τη χρησιμότητα αυτού. Όχι μόνο είναι ελλειπές (θα αναφέρω χαρακτηριστικά παραδείγματα) αλλά περιέχει και ανούσιες πληροφορίες, οι οποίες είτε δεν έχουν καμία σχέση με το Ρίο είτε απλώς υπάρχουν επειδή έχουν σχέση με την Πάτρα.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το λήμμα Ζαΐμης, το οποίο περιέχει ελάχιστες πληροφορίες για το κτήμα Ζαΐμη και γενικά για την περιοχή Ζαιμέϊκα. Παρ'οτι αναφέρει πληροφορίες, σχεδόν ότι αναφέρει και ο εξαίρετος ιστορικός Τριανταφύλλου, για το παρεκκλήσι της Αγίας Λουκίας που βρίσκεται ενταύθα δεν αναφέρει κάτι παραπάνω ή για το πως απέκτησε τα κτήματα και όλα αυτά. Εν συντομία αναφέρει λιγότερα απο το ιστορικό λεξικό του Τριανταφύλλου, το οποίο αφορούσε την Πάτρα και όχι το Ρίο! Αυτή επαναλαμβάνω είναι μια απο τις πολλές παραλείψεις.

Το πιο γελοίο όμως της υπόθεσης είναι όταν ο αναγνώστης φτάνει στο λήμμα "κούρδοι". Βλέποντάς το θα αναρωτηθεί το προφανές: "πως σχετίζονται οι κούρδοι με το Ρίο"; Αναφέρω χαρακτηριστικά αποσπάσματα: "Το λιμεναρχείο της Πάτρας δηλώνει οτι δεν μπορεί να κάνει πλήρεις ελέγχους στο λιμάνι της Πάτρας [...] οδηγούνται στον εισαγγελέα και αφήνονται στο τέλος ελεύθεροι [...] Άραγε μέχρι πότε θα κρατήσει αυτό το δράμα;" αναρωτιέται καταλήγοντας ο κ. Αλέξιος Παναγόπουλος, συγγραφέας του βιβλίου. Η τραγική ειρωνία είναι οτι σήμερα το πρόβλημα έχει ξεπεραστεί όσον αφορά τους Κούρδους αφού η Πάτρα έχει μεν πρόβλημα με τους λαθρομετανάστες, οι οποίοι όμως είναι αφγανικής και οχι κούρδικης καταγωγής. Αλλά εκτος αυτού. Απαντάται στον αναγνώστη το ερώτημά του για το πως σχετίζεται το Ρίο με τους Κούρδους; Δεν νομίζω. Και δεν απαντάτε γιατί πολύ απλά οι Κούρδοι δεν έχουν καμία σχέση με το Ρίο.

Όλα αυτά τα αναφέρω ως χαρακτηριστικά δείγματα της ποιότητάς του. Εν κατακλείδει το βιβλίο δεν μπορεί να θεωρηθεί αξιόλογο αφού περιέχει ελάχιστες νέες πληροφορίες, οι οποίες αφορούν τα τελευταία χρόνια (π.χ. δημοτικά συμβούλια κ.λπ.), αλλά και πολλές ανακρίβειες.

Περικλής Γιαννόπουλος (περιοδικό "Ιστορία")

Στο περιοδικό "Ιστορία" του εκδοτικού οργανισμού ΠΑΠΥΡΟΣ του Ιανουαρίου 2008, στη σελίδα 119, διάβασα μεταξύ άλλων σχετικά με το βιβλίο του Κώστα Γιαννόπουλου "Περικλής Γιαννόπουλος, Πορτραίτο που κάηκε στο φώς" (εκδόσεις Ηλέκτρα): "Γεννήθηκε το 1871 στην Πάτρα, ο πατέρας του ήταν γιατρός, γεννημένος στο Μεσολόγγι, η μετέρα του απο φαναριώτικη οικογένεια το γένος Χαιρέτη". Δεν μπορώ να γνωρίζω ποιός το έγραψε αυτό, μπορώ όμως με απόλυτη βεβαιότητα να το χαρακτηρίσω ανακριβές.

Ως γνωστόν η μητέρα του Περικλη, η Ευδοκία Χαιρέτη, ήταν κόρη του Θεόφραστου Χαιρέτη. Αυτός ήταν γιος του Κηρύκου Χαιρέτη και μαζί με τον αδερφό του είχαν πρωτοστατήσει στην κρητική επανάσταση του 1841. Η οικογένεια Χαιρέτη ήταν κρητικής καταγωγής, και οχι φαναριώτικης, με βυζαντινές ρίζες. Η μόνη επαφή της οικογένεια Χαιρέτη, και πιο συγκεκριμένα του Θεόφραστου, με την Κωνσταντινούπολη ήταν η τετράχρονη παραμονή του την περίοδο 1866-1870 σε αυτήν όπου εργάστηκε ως έμπορος ή τραπεζικός υπάλληλος. Άρα λοιπόν ο ισχυρισμός περι φαναριώτικης καταγωγής της οικογένειας Χαιρέτη μόνο ως ανακριβής μπορεί να χαρακτηριστεί. Να σημειώσω απλώς τυπικά οτι το βιβλίο δεν το έχω διαβάσει και προς θεού δεν είναι σκοπός μου να το μειώσω.

Οικογένεια Ρούφου (Χρονογράφημα)

Η οικογένεια Ρούφου ή επί το λατινικότερον Ρουφ διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιτική ζωή της Αχαΐας αλλά και γενικότερα του ελλαδικού χώρου απο τα τέλη του 18ου αιώνα έως και τα τέλη της δεκαετίας του 1950, όταν και απεβίωσε ο τελευταίος πολιτικός της οικογένειας, Λαλάκης Ρούφος. Στην παρούσα δημοσίευση θα δούμε την πορεία των μελών της οικογένειας στον πολιτικό και πνευματικό βίο της χώρας.

Τη Σικελική καταγωγή των Ρούφων έκανε γνωστή πρώτος απʼ όλους ο Πατρινός ιστορικός Στέφανος Θωμόπουλος.. Χαρακτηριστικά ο Francesco Palazzolo Drago γράφει για τους Ρούφους ότι «η Σικελική αυτή οικογένεια, σε πολλά μέρη διακλαδωμένη, καυχιέται ότι ηγεμόνευε στην Καλαβρία (Ruffodi Calabria) και άκμασε κατά τη νορμανδική κατάκτηση». Είναι λοιπόν προφανές ότι η Πατρινή αυτή οικογένεια αποτελεί κλάδο Σικελικού αρχοντικού οίκου. Η οικογένεια λοιπόν Ρούφου φέρεται να εγκαταστάθηκε στην Πελοπόννησο γύρω στα 1600 αν λάβουμε υπόψιν μας τα λεγόμενα του Ιταλού περιηγητή Ξαβιέρου Σκροφάνι, ο οποίος το 1794 επισκέφθηκε το σπίτι των Ρούφων και ανέφερε οτι η συγκεκριμένη οικογένεια «είχε εγκατασταθεί στο Μοριά πριν απο δύο και πλέον αιώνες». Την άποψη βέβαια του Σκροφιάνι σχετικά με τον χρόνο εγκατάστασης των Ρούφων δε φαίνεται να τη συμμερίζεται ο Θωμόπουλος. Πολύ πιθανό πάντως είναι η οικογένεια να εγκαταστάθηκε αρχικά στην Αθήνα, εξ ου και το αθηναϊκό όνομα Μπενιζέλος το οποίο έφεραν πολλά μέλη της, και να κατήλθε αργότερα στην Πάτρα. Για την παραμονή της στην Αθήνα κάνει λόγο ο Δημήτριος Καμπούρογλου, ο οποίος στο Αθηναϊκό Αρχοντολόγιο αναφέρει: «συνυφανθέντες δε οι Μπενιζέλοι μετά των Αθηναίων επίσης, Ρούφων, εδημιούργησαν την μεγάλην και αρχοντικήν οικογένειαν των Πατρών». Αυτό άλλωστε επαληθεύεται και απο τον κατάλογο εμπόρων Πατρών του 1698, στον οποίο αναφέρονται οι Γεώργιος και Σταμάτιος «προερχόμενοι εξ Αθηνών». Μια ακόμη αναφορά για πρόσωπο της οικογένειας γίνεται σε έκθεση του Ενετού προξένου στην Πάτρα το 1720 σχετικά με τον Αγγελή Ρούφο καθώς και σε επιστολή, της 3ης Σεπτεμβρίου του 1773, του Ενετού πρόξενου Πατρών και αφορά τον Σταμάτιο Ρούφο, φορτωτή μεταξιού για το Λιβόρνο. Ρούφοι απαντώνται επίσης στην Αθήνα και στην Κέρκυρα. Συγκεκριμένα στην Αθήνα συναντάμε τον Βησσαρίωνα Ρούφο, καθηγητή στη Αθηναϊκήν σχολήν Επιφανίου κατά τα έτη 1762-1766, ενώ στην Κέρκυρα τα αδέρφια Στέργιο και Βασίλη, οι οποίοι είναι κατά πάσα πιθανότητα συγγενείς με αυτούς της Πάτρας αφού και η περιουσία τους κληρονομήθηκε από τους δεύτερους. Τα παραπάνω παραδείγματα δείχνουν οτι η οικογένεια Ρούφου είχε διαχωριστεί σε πολλούς κλάδους σε όλη την επικράτεια της Ελλάδος. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα περισσότερα μέλη της, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, είχαν καθολικό δόγμα.

Στο προσκήνιο, όσον αφορά στον ελληνικό κλάδο, η οικογένεια Ρούφου έρχεται το 1759, όταν και ο Μπενιζέλος Ρούφος απαγάγει και νυμφεύεται την θαυμαστή για την ομορφιά της Αγγελική Κανακάρη, αδερφή των πλούσιων Πατρινών εμπόρων και προεστών Λουκά και Ρόδη Κανακάρη. Τα δύο αδέρφια δεν ενέκριναν τον γαμπρό κυρίως λόγω του καθολικού δόγματός του γαμπρού. Τελικά η συμφιλίωση μεταξύ των δύο αυτών οικογενειών ήρθε λίγο μετά το 1770 και αφού ο Λουκάς Κανακάρης είχε φονευθεί απο τους Τούρκους. Ο Ρόδης Κανακάρης, όντας άγαμος και φοβούμενος για τυχόν απώλεια του αρχοντικού επωνύμου του, συνεφιλιώθη με την αδερφή του, η οποία είχε δύο παιδιά, υιοθετώντας τον πρωτότοκο, τον Αθανάσιο Κανακάρη, μετέπειτα πρόεδρο του εκτελεστικού, κατ' ουσίαν πρωθυπουργό. Επίσης συμφώνησαν η αδερφή του και τα τέκνα της να βαφτίζονται ορθόδοξα και όσοι απόγονοι της οικογένειας φέρουν τα ονόματα Αθανάσιος, Ρόδης και Λουκάς να προσθέτουν ως δεύτερο επώνυμο το Κανακάρης. Ενδιαφέρον είναι ότι η συγκεκριμένη παράδοση τηρείται ακόμα και σήμερα.

Ο γάμος του Μπενιζέλου με την Αγγελική έδωσε στην οικογένεια Ρούφου περισσότερη αίγλη και κύρος καθώς και τεράστια οικονομική ενίσχυση αφού η οικογένεια Κανακάρη ήταν εκ των πλουσιοτέρων της Αχαΐας. Κληρονόμος βέβαια αυτής της πραγματικά αμύθητης περιουσίας ήταν ο Αθανάσιος Κανακάρης. Απο αυτό το σημείο και μετά η οικογένεια Ρούφου αρχίζει πια να διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις. Σε ηλικία μόλις 25 ετών ο Αθανάσιος Κανακάρης, παντρεμένος με την Παρασκευή Κωστάκη, της γνωστής οικογενείας των γαιοκτημόνων και εμπόρων, γίνεται πρόκριτος των Πατρών ενώ παράλληλα αναπτύσσει τις οικογενειακές εμπορικές επιχειρήσεις. Η ισχύ του ξεπερνάει τα τοπικά όρια της Αχαΐας και εκτείνεται σε όλο τον Μοριά. Ο ιστορικός Φιλήμων τον κατέτασσε στους πέντε ισχυρότερους προκρίτους της Πελοποννήσου. Η συνέχεια είναι εντυπωσιακή, βεκίλης στην Κωνσταντινούπολη, φιλικός, επιτυχημένος έμπορος και απο τους πρωταγωνιστές στην επανάσταση, οχι τόσο στον στρατιωτικό τομέα αλλά κυρίως στον πολιτικό. Η έναρξη της επανάστασης τον βρήκε στην Κωνσταντινούπολη απʼόπου δραπέτευσε εγκαίρως. Την επαναστατική διακήρυξη την υπέγραψε ο γιος του Μπενιζέλος Ρούφος, ηλικίας 28 ετών. Με την κάθοδο του στον Μοριά εκλέγεται αντιπρόεδρος του εκτελεστικού της κυβέρνησης ενώ για μεγάλα χρονικά διαστήματα αναπλήρωνε στην θέση του προέδρου τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Ξαφνικά όμως και ενώ η επανάσταση του 21΄ βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή πεθαίνει απο μια αρρώστια που τον ταλαιπωρούσε μέρες. Κατ' άλλους δολοφονήθηκε απο τον Ιωάννη Κωλέττη, προσωπικό γιατρό του που του χορήγησε 16 κόκκους εμετικής τρυγός, το οποίο φαίνεται να το ήπιε όλο προκαλώντας και τον θάνατό του. Ο γιος του Μπενιζέλος με τον θάνατο του πατέρα του ανέλαβε την ηγεσία της φατριάς του. Απο τα πρακτικά του Βουλευτικού βλέπουμε ότι η οικογένεια Ρούφου αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα αφού ο Μπενιζέλος Ρούφος έστειλε έγγραφο με το οποίο τους παρακαλούσε να τον βοηθήσουν οικονομικά δίνοντάς του εθνικές γαίες έτσι ώστε να εξοφλήσει τα χρέη του πατρός του. Το έγγραφο το ανέγνωσε ο ίδιος ο Ανδρέας Ζαΐμης, ο οποίος ήταν αδερφός του Ιωάννη Ζαΐμη, συζύγου της αδερφής του Μπενιζέλου, Αγγελικής.

Με το τέλος της επανάστασης ο Μπενιζέλος διορίζεται διοικητής Ηλείας και κατόπιν Σύρου. Το 1832, επι Καποδίστρια, διορίστηκε μέλος της γερουσίας και στη συνέχεια σύμβουλος επικρατείας. Το 1836 έπαιξε σημαντικό ρόλο στην καταστολή του κινήματος της Ακαρνανίας ως έκτακτος επίτροπος δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Το 1848 διετέλεσε για λίγο υπουργός εσωτερικών στην κυβέρνηση Γ. Κουντουριώτη αλλά παραιτήθηκε εξαιτίας των διαφωνιών του με την Αμαλία. Το 1855 γίνεται δήμαρχος Πατρέων, θέση απο την οποία προσέφερε πολλά στην πόλη και στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1858. Μερικά απο τα έργα του ήταν η θεμελίωση του νοσοκομείου καθώς και η διαμόρφωση της πλατείας Υψηλών Αλωνίων, για την οποία τελικά παραιτήθηκε λόγω αντιδράσεων της κυβέρνησης σχετικά με την μελέτη. Στην επανάσταση κατά του Όθωνα διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην Πάτρα αποτελώντας ουσιαστικά τον αντιοθωνικό πυρήνα. Την διακυβέρνηση του κράτους μετά την εκδίωξη του Όθωνα την ανέλαβε η τριανδρία των Βούλγαρη, Κανάρη και Μπενιζέλου Ρούφου, οι οποίοι ορίστηκαν αντιβασιλείς. Χρημάτισε για μικρά διαστήματα πρωθυπουργός της Ελλάδας τα έτη 1863 και 1865-66. Πρέπει να σημειωθεί οτι η περίοδος που ανέλαβε να σχηματίσει κυβέρνηση ήταν αρκετά κρίσιμη για την πορεία του Ελληνικού κράτους αφού εκείνη την εποχή στην Αθήνα μάχονταν για την κυριαρχία στην εθνοσυνέλευση οι δύο αντίπαλες παρατάξεις, των πεδινών και των ορεινών. Οι δυο αυτές παρατάξεις παρ' ολίον να προκαλέσουν εμφύλιο πόλεμο. Το γεγονότα αυτά έμειναν γνωστά ως Ιουνιανά.

Εκείνη περίπου την περίοδο και συγκεκριμένα το 1864 έκαναν για πρώτη φορά την εμφάνιση τους στην πολιτική σκηνή οι δύο απο τους γιους του, Αθανάσιος Κανακάρης Ρούφος και Γεώργιος Ρούφος, όταν και εκλέχτηκαν πληρεξούσιοι στην εθνοσυνέλευση. Η πρώτη θα λέγαμε ανεπίσημη εμφάνιση τους ήταν οταν πρωτοστάτησαν της εξέγερσης κατά του Όθωνα στην Πάτρα γεγονός που αρχικά είχε εξοργίσει τον Μπενιζέλο. Από τότε τα δυο αυτά αδέρφια θα συμβάλλουν στην μεταμόρφωση της Πάτρας σε σύγχρονη πόλη. Στις εκλογές του 1865 ο Αθανάσιος εκλέγεται για πρώτη φορά βουλευτής, εγκαινιάζοντας έτσι μια σπουδαία πολιτική σταδιοδρομία. Το 1868 πεθαίνει ο Μπενιζέλος Ρούφος και την αρχηγία του Ρουφικού κόμματος αναλαμβάνουν οι Αθανάσιος και Γεώργιος, οι οποίοι προσχωρούν στο κόμμα του Δεληγιώργη. Την ίδια χρονιά, λόγω της νοθείας της κυβέρνησης Βούλγαρη, αποτυγχάνουν να εκλεγούν βουλευτές. Το 1869 όμως εκλέγονται και οι δύο βουλευτές. Το 1870 ο Γεώργιος Ρούφος εκλέγεται δήμαρχος Πατρέων, θέση στην οποία θα μείνει μέχρι το 1875, οπότε και θα εκδιωχθεί από την κυβέρνηση Βούλγαρη. Παράλληλα με την δημαρχία του Γεωργίου, ο Αθανάσιος Κανακάρης Ρούφος εκλεγόταν συνεχώς βουλευτής. Το 1875 εκλέγονται βουλευτές οι Γεώργιος και Αθανάσιος, ενώ ο δεύτερος αναλαμβάνει και το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου παιδείας. Μετά τον θάνατο του Επαμεινώνδα Δεληγιώργη, το 1879 το Ρουφικό κόμμα προσχωρεί σε αυτό του Κουμουνδούρου. Την ίδια χρονιά ο Αθανάσιος θέτει υποψηφιότητα για τον δημαρχιακό θώκο, τον οποίο και κερδίζει ενώ ο Γεώργιος εκλέγεται βουλευτής.

Στις εκλογές του 1881 το Ρουφικό κόμμα διασπάται αφού ο Αθανάσιος υποστηρίζει το κόμμα του Κουμουνδούρου και κατά συνέπεια τον υποψήφιο αυτού Αντώνιο Ρικάκη ενώ ο αδερφός του Γεώργιος το κόμμα του Χαρίλαου Τρικούπη. Σε αυτές τις εκλογές λαμβάνει μέρος για πρώτη φορά και ο μικρότερος αδερφός Αγγελής Ρούφος, ο οποίος υποστηρίζει τον Γεώργιο. Τελικά τα δύο αδέρφια Γεώργιος και Αγγελής Ρούφος κατάφεραν να εκλεγούν. Το 1883 στην κυβέρνηση Τρικούπη ο Γεώργιος Ρούφος αναλαμβάνει υπουργός ναυτικών ενώ με τον θάνατο του Κουμουνδούρου ο Αθανάσιος προσχωρεί στο Τρικουπικό. Τον ίδιο χρόνο ο Γεώργιος παραιτείται της υπουργικής του ιδιότητας λόγω της αυταρχικής στάσης του Τρικούπη και παραμένει απλώς βουλευτής. Στις εκλογές του 1884 το Ρουφικό κόμμα αποτυγχάνει. Το 1886 ο Αθανάσιος αναλαμβάνει υπουργός εκκλησιαστικών στην κυβέρνηση Τρικούπη. Το 1887 εκλέγονται βουλευτές οι Γεώργιος και Αθανάσιος αλλά ο πρώτος παραιτείται λίγο αργότερα για να αναλάβει την θέση του δημάρχου για τρίτη και τελευταία φορά. Το 1891 πεθαίνει ο Γεώργιος.

Το 1892 οι Αθανάσιος και Αγγελής Ρούφος εκλέγονται βουλευτές. Το 1895 ο Αθανάσιος εκλέγεται δήμαρχος Πατρέων και το 1899 εκλέγεται στις βουλευτικές ο Ιωάννης Ρούφος, γιος του Γεωργίου Ρούφου. Στις δημοτικές του 1899 υπήρξε διάσπαση του Ρουφικού κόμματος αφού και ο Αγγελής Ρούφος αλλά και ο Αθανάσιος Κανακάρης Ρούφος έθεσαν υποψηφιότητα για την θέση του δημάρχου με αποτέλεσμα να αποτύχουν και να εκλεγεί ο Δημήτριος Βότσης. Ο Ιωάννης Ρούφος για το αποτέλεσμα των δημοτικών εκλογών δήλωσε χαρακτηριστικά ότι ο κ. Βότσης όφειλε την επιτυχία του στις οικογενειακές τριβές. Έναν χρόνο αργότερα στην αναπληρωματική εκλογή του 1900 για την θέση του Αχιλλέα Γεροκωστόπουλου εκλέγεται ο Αθανάσιος, ο οποίο πεθαίνει δύο χρόνια αργότερα. Την ίδια χρονιά, το 1902 δηλαδή, επανεκλέγεται ο Ιωάννης Ρούφος, ο οποίος θα συνεχίσει να εκλέγεται μέχρι και το έτος 1908 οπότε και απεβίωσε αιφνιδίως. Την βουλευτική του έδρα την κατέλαβε ένας νέος πολιτικός και α΄ εξάδελφός του, ο γιος του Αθανάσιου Κανακάρη Ρούφου, ο Λουκάς (1878 - 1948), ο οποίος είχε εκλεγεί για πρώτη φορά βουλευτής το 1905.

Απο το 1905 ο Λουκάς εκλεγόταν συνεχώς βουλευτής. Το 1913 διορίστηκε Α' γενικός διοικητής Κρήτης ενώ είχε χρηματίσει υπουργός εσωτερικών (1916), εθνικής οικονομία (1922), εκκλησιαστικών & παιδείας (1925) και εξωτερικών (1925). Μαζί με τον Λουκά, απο το 1913 εκλεγόταν και ο αδερφός του Λαλάκης Ρούφος. Ο Λαλάκης Ρούφος εκλέχτηκε πέντε φορές βουλευτής, την διετία 1920-1922 ήταν νομάρχης Αττικοβοιωτίας ενώ είχε διατελέσει δήμαρχος Πατρών τέσσερις φορές και συγκεκριμένα τις περιόδους 1934-1941, 1944-1945, 1951-1955 και 1955-1959, οπότε και παραιτήθηκε για λόγους υγείας. Με τον θάνατό του κλείνει ο κύκλος των σπουδαίων αυτών πολιτικών της οικογένειας Κανακάρη - Ρούφου.

Εκτός όμως από πολιτικούς η οικογένεια Ρούφου ανέδειξε και έναν καταξιωμένο λογοτέχνη, τον Ρόδη Κανακάρη Ρούφο (1972), γιο του Λουκά. Ο Ρόδης, διπλωματικός στο επάγγελμα, έγραψε αρκετά πεζογραφήματα και τιμήθηκε με το βραβείο των Δώδεκα καθώς και με το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος. Το μυθιστόρημα του "Πορεία στο σκοτάδι" είχε βραβευτεί με το βραβείο Κώστα Ουράνη. Αξίζει επίσης να σημειωθεί οτι με την επιβολή της Χούντας των Συνταγματαρχών αρνήθηκε να υπηρετήσει με αποτέλεσμα να εκδιωχθεί απο το διπλωματικό σώμα. Δυστυχώς απεβίωσε σχετικά νέος απο καρκίνο.

Σήμερα κανείς απο τους απογόνους των Ρούφων δεν κατοικεί στην Πάτρα. Οι Θάνος, μουσικός, και Λουκάς, δικηγόρος, Κανακάρης Ρούφος, γιοί του Ρόδη κατοικούν στην Αθήνα, όπως και ο Βασίλης Ρούφος, εγγονός του Λαλάκη. Εδώ πρέπει να σημειωθεί οτι όλοι οι σύγχρονοι ιστορικοί των Πατρών λανθασμένα αναφέρουν οτι ο Λαλάκης Ρούφος δεν είχε αποκτήσει οικογένεια. Η αλήθεια είναι οτι είχε αποκτήσει οικογένεια, η οποία ζούσε μόνιμα στην Αθήνα σε αντίθεση με τον Λαλάκη που διέμενε στην Πάτρα, όπου βέβαια ήταν δήμαρχος.

© 2007 Λυδήριος (αναδημοσίευση απο το archive.gr)