Τον Φεβρουάριο του 1898 η δημοτικότητα της Βασιλείας βρισκόταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Είχε προηγηθεί ο ατυχής για την Ελλάδα ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, ο οποίος είχε ταπεινώσει την Ελλάδα. Υπεύθυνος τότε θεωρήθηκε ο αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατού, ο διάδοχος Κωνσταντίνος. Η δυσαρέσκεια όμως επεκτάθηκε και στο θεσμό της βασιλείας με αποτέλεσμα να εκφράζονται έντονες ανησυχίες απο το βασιλικό περιβάλλον για το τι θα επακολουθούσε. Μέσα σε όλον αυτόν τον αναβρασμό ένα περιστατικό ήρθε για να ταράξει ακόμα περισσότερο τα νερά.
Στις 14 Φεβρουαρίου λοιπόν του 1898 ο Γεώργιος είχε βγεί με την βασιλική άμαξα για έναν περίπατο στο Φάληρο. Μαζί του, εκτός απο τους υπασπιστές και τη προσωπική του φρουρά, ήταν και η πριγκίπισσα Μαρία. Στη θέση Ανάλατος, στη λεωφόρο Συγγρού, γύρω στις 4.30 ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ δέχτηκε πυροβολισμούς απο δύο αγνώστους. Αποτέλεσμα ήταν ο κυνηγός του Βασιλιά, Περικλής Νέρης.
Όταν μαθεύτηκε η απόπειρα κατά του Βασιλιά συγκεντρώθηκε πλήθος κόσμου μπροστά στα ανάκτορα ενώ αμέσως τον επισκέφθηκε ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Ζαΐμης. Τις επόμενες μέρες διάφορες συγκεντρώσεις πραγματοποιήθηκαν με σκοπό την στήριξη του Βασιλιά ενώ οι πρεσβευτές των ξένων χωρών επισκέφθηκαν τον Βασιλιά. Οι δράστες συνελλήφθησαν αμέσως. Επρόκειτο για τους Γ. Καρδίτση, δημοτικό υπάλληλο και εθελοντή στην Κρητική επανάσταση και Ι. Γεωργίου ή Κυριακού, απο την Μακεδονία. Και οι δύο υποστήριξαν οτι επιχείρησαν να δολοφονήσουν τον Βασιλιά επειδή τον θεωρούσαν ως υπαίτιο της ήττας στον ελληνοτουρκικό πόλεμο. Σύμφωνα επίσης με τον Κυριακού, αυτός που τον έπεισε να πραγματοποιήσουν αυτή την ενέργεια ήταν ο Καρδίτσης, ο οποίος του "έβαζε λόγια".
Η προχειρότητα της ενέδρας δημιούργησε υποψίες περι της απόπειρας. Μεγάλη μερίδα του κόσμου καθώς και ο εκδότης της εφημερίδας "Καιροί" υποστήριξαν οτι ήταν σκηνοθετημένη προκειμένου να ανακτήσει τη χαμένη δημοτικότητά του ο Βασιλιάς. Η δίκη πραγματοποιήθηκε στις 19 Μαρτίου και οι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε θάνατο, ποινή αρκετά αυστηρή. Ο βασιλιάς υπο το βάρος των διαφόρων υπόνοιων περι σκηνοθετημένης απόπειρας δίστασε, αν και είχε το δικαίωμα, να απονεμει χάρη στους καταδικασθέντες.
Παρα τις υπουργικές διαβεβαιώσεις για μη εκτέλεση της ποινής, οι δύο καταδικασθέντες καρατομήθηκαν στις φυλακές Παλαμηδίου στις 27 Απριλίου 1898. Η εφημερίδα Σκριπ καταλήγει ειρωνικά, αφήνοντας ίσως και υπόνοιες, αναφέροντας: "Μας δίδεται δε δια το μέλλον μάθημα, ότι δεν πρέπει να παρέχωμεν πίστιν εις τας υπουργικάς διαβεβαιώσεις".
Μετά τη δολοφονία ο βασιλιάς ξεκίνησε έναν πρωτοφανή πόλεμο εναντίον των δημοσιογράφων και των πολιτικών αποδίδοντας σε αυτούς τις ευθύνες για την ήττα του ελληνικού στρατού και παράλληλα κερδίζοντας πάλι τη συμπάθεια του λαού. Στο μέρος όπου έγινε η απόπειρα δολοφονίας του, ανεγέρθηκε το εκκλησάκι του Αγίου Σώστη, όπου διατηρείται και σήμερα.
Στις 14 Φεβρουαρίου λοιπόν του 1898 ο Γεώργιος είχε βγεί με την βασιλική άμαξα για έναν περίπατο στο Φάληρο. Μαζί του, εκτός απο τους υπασπιστές και τη προσωπική του φρουρά, ήταν και η πριγκίπισσα Μαρία. Στη θέση Ανάλατος, στη λεωφόρο Συγγρού, γύρω στις 4.30 ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ δέχτηκε πυροβολισμούς απο δύο αγνώστους. Αποτέλεσμα ήταν ο κυνηγός του Βασιλιά, Περικλής Νέρης.
Όταν μαθεύτηκε η απόπειρα κατά του Βασιλιά συγκεντρώθηκε πλήθος κόσμου μπροστά στα ανάκτορα ενώ αμέσως τον επισκέφθηκε ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Ζαΐμης. Τις επόμενες μέρες διάφορες συγκεντρώσεις πραγματοποιήθηκαν με σκοπό την στήριξη του Βασιλιά ενώ οι πρεσβευτές των ξένων χωρών επισκέφθηκαν τον Βασιλιά. Οι δράστες συνελλήφθησαν αμέσως. Επρόκειτο για τους Γ. Καρδίτση, δημοτικό υπάλληλο και εθελοντή στην Κρητική επανάσταση και Ι. Γεωργίου ή Κυριακού, απο την Μακεδονία. Και οι δύο υποστήριξαν οτι επιχείρησαν να δολοφονήσουν τον Βασιλιά επειδή τον θεωρούσαν ως υπαίτιο της ήττας στον ελληνοτουρκικό πόλεμο. Σύμφωνα επίσης με τον Κυριακού, αυτός που τον έπεισε να πραγματοποιήσουν αυτή την ενέργεια ήταν ο Καρδίτσης, ο οποίος του "έβαζε λόγια".
Η προχειρότητα της ενέδρας δημιούργησε υποψίες περι της απόπειρας. Μεγάλη μερίδα του κόσμου καθώς και ο εκδότης της εφημερίδας "Καιροί" υποστήριξαν οτι ήταν σκηνοθετημένη προκειμένου να ανακτήσει τη χαμένη δημοτικότητά του ο Βασιλιάς. Η δίκη πραγματοποιήθηκε στις 19 Μαρτίου και οι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε θάνατο, ποινή αρκετά αυστηρή. Ο βασιλιάς υπο το βάρος των διαφόρων υπόνοιων περι σκηνοθετημένης απόπειρας δίστασε, αν και είχε το δικαίωμα, να απονεμει χάρη στους καταδικασθέντες.
Παρα τις υπουργικές διαβεβαιώσεις για μη εκτέλεση της ποινής, οι δύο καταδικασθέντες καρατομήθηκαν στις φυλακές Παλαμηδίου στις 27 Απριλίου 1898. Η εφημερίδα Σκριπ καταλήγει ειρωνικά, αφήνοντας ίσως και υπόνοιες, αναφέροντας: "Μας δίδεται δε δια το μέλλον μάθημα, ότι δεν πρέπει να παρέχωμεν πίστιν εις τας υπουργικάς διαβεβαιώσεις".
Μετά τη δολοφονία ο βασιλιάς ξεκίνησε έναν πρωτοφανή πόλεμο εναντίον των δημοσιογράφων και των πολιτικών αποδίδοντας σε αυτούς τις ευθύνες για την ήττα του ελληνικού στρατού και παράλληλα κερδίζοντας πάλι τη συμπάθεια του λαού. Στο μέρος όπου έγινε η απόπειρα δολοφονίας του, ανεγέρθηκε το εκκλησάκι του Αγίου Σώστη, όπου διατηρείται και σήμερα.
1 σχόλιο:
Κατά την άποψη μου , αυτοί που αποπειράθηκαν να δολοφονήσουν τον ξένο "γαλαζοαίματο" πρέπει να ανακυρηχθούν ήρωες.
Η γκιλοτίνα άξιζε στους άλλους
Δημοσίευση σχολίου