Τετάρτη, Μαρτίου 30

51 Χρόνια από τον θάνατο του Λαλάκη Ρούφου

Την 26η Μαρτίου που πέρασε συμπληρώθηκαν 51 χρόνια από τον θάνατο του πρώην δημάρχου Πατρέων, Λαλάκη Ρούφου. Αναδημοσιεύω το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας "Πελοπόννησος" με την αναγγελία του θανάτου τού.

Η "Πελοπόννησος" για τον θάνατο του Λαλάκη Ρούφου



Κυριακή, Μαρτίου 27

Ανδρέας Σ. Λόντος (Μέρος Β)

Η δημοσίευση για τον βίο του Ανδρέα Λόντου θα πραγματοποιηθεί σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος περιγράφονται τα πρώιμα χρόνια, στο δεύτερο η ανάμειξή του με την επανάσταση και στο τρίτο η μετέπειτα πορεία του στον πολιτικό στίβο. Στο τελευταίο και ολοκληρωμένο ποστ (και τα τρία μέρη μαζί) θα προστεθούν και παραπομπές.

Ο Ανδρέας Σ. Λόντος

Η ανάμειξή του με την προετοιμασία της επανάστασης φέρεται να ξεκίνησε λίγο μετά την μύησή του στην Φιλική Εταιρία από τον Πελοπίδα το 1818. Οι αρχές και τα συμφεροντά του όμως συγκρούονταν με την ιδέα της επανάστασης και του ξεσηκωμού, γεγονός που γίνεται αντιληπτό από τις πράξεις του καθ'όλη την διάρκεια της περιόδου 1819 - 1821. Στη συνέλευση της Βοστίτσας συντάχθηκε με την άποψη του Παλαιών Πατρών Γερμανού σύμφωνα με τον οποίο η εναρκτήρια ημερομηνία της επανάστασης έπρεπε να αναβληθεί. Να σημειωθεί ότι η πρώτη συγκέντρωση μεταξύ προκρίτων, επισκόπων και Παπαφλέσσα πραγματοποιήθηκε στην οικία του.

Μετά το τέλος της συνέλευσης μαθεύτηκε ότι η επανάσταση είχε προδοθεί στους Οθωμανούς και ότι οι τελευταίοι καλούσαν τους κοτζαμπάσηδες στην Τρίπολη προκειμένου να δώσουν εξηγήσεις. Ο Λόντος μαζί με τον Δεσπότη Γερμανό και τον Ανδρέα Ζαΐμη κατέφυγαν στην Μονή της Αγίας Λαύρας. Σε συνάντηση που είχαν με άλλους προκρίτους αποφασίστηκε να μην κατευθυνθούν στην Τρίπολη φοβούμενοι για την ζωή τους χωρίς όμως παράλληλα να πάρουν κάποια επαναστατική πρωτοβουλία. Με αυτό ως δεδομένο ο Λόντος αναχώρισε για το Διακοφτό. Παράλληλα όμως στην Μεσσηνία και την Αχαΐα που βρίσκονταν σε αναβρασμό άρχισαν να πραγματοποιούνται επαναστατικές κινήσεις όπως ληστείες κ.λπ. Στη Βοστίτσα οι Τούρκοι κάτοικοι, έχοντας πληροφορηθεί για τον κίνδυνο επαναστατικού κινήματος, εγκατέλειψαν τις εστίες τους και κατέφυγαν στην Ρούμελη με την βοήθεια του Λόντου.

Στην Πάτρα κατέφθασε στις 23 Μαρτίου με 200 αγωνιστές και ύψωσε το πρώτο λάβαρο της επανάστασης, μια κόκκινη σημαία με έναν σταυρό. Μαζί με τον Μπενιζέλο Ρούφο, τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, τον Ανδρέα Ζαΐμη, τον Σωτήρη Θεοχαρόπουλο και τον Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο κήρυξαν την επανάσταση στην πλατεία Αγίου Γεωργίου. Κατά τον Φιλήμωνα για την μεταφορά των πυροβολών εκ του λιμένα κατέβαλεν προσωπική προσπάθεια. Μετά την διάλυση της πολιορκείας ο Λόντος επέστρεψε στην Βοστίτσα, η οποία όμως λεηλατήθηκε λίγες μέρες αργότερα. Για να συμμετάσχει στις πολεμικές και πολιτικές συγκρούσεις προσέλαβε διαφόρους οπλαρχηγούς και ένα σώμα 300 Ρουμελιωτών μισθοφώρων ("Είχε μισθώσει τους Κραβαρίτες Ξυδαίους"). Εκτός αυτού εγκατέστησε στρατόπεδο στα Σελά, το οποίο κατά τον Σταματόπουλο δεν εβοήθησε πουθενά καθώς δεν μπόρεσε να προστατέψει ούτε μια φορά την επαρχία του. Το στρατόπεδο διατηρήθηκε μέχρι το 1827. Μια από τις πρώτες μάχες που πήρε μέρος ήταν και αυτή του Γηροκομείου στην οποία ενίσχυσε σημαντικά τους πατρινούς αγωνιστές (Καρατζά κ.λπ.)

Με ετοιμοπόλεμο στρατό δίπλα του, ο Λόντος κατάφερε να επιβληθεί στην επαρχία του φροντίζοντας να εκμεταλλευθεί τις εθνικές γαίες και τους φόρους. Ήρθε δε σε σύγκρουση με την παλιά οικογένεια των Μελετόπουλων, και συγκεκριμένα με τον Δημήτρη Μελετόπουλο. Ο Λόντος μαζί με τον Ζαΐμη και τον Παλαιών Πατρών Γερμανό αποτελούσαν την τριανδρία του Αρχοντικού Κόμματος, το οποίο διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο στα πολιτικά πράγματα της εποχής. Εν τω μεταξύ η πολιορκία της Πάτρας διαλύθηκε. Ο Κωστής Παπαγιώργης σημειώνει ότι κύριοι υπεύθυνοι για την παραμονή της Πάτρας στα χέρια των Τούρκων ήταν οι Λόντος και Ζαΐμης, οι οποίοι φοβούμενοι τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη δεν τον άφηναν να συμμετάσχει στην πολιορκία. Αδαείς όπως ήταν στα στρατιωτικά, δεν κατάφεραν να συντονίσουν την πολιορκία με αποτέλεσμα η Πάτρα να μην απελευθερωθεί παρά μόνο λίγο πρίν την λήξη της επανάστασης.

Όχι όμως μόνο η Πάτρα αλλά και η Βοστίτσα επλήγει λόγω της ακατανόητης συμπεριφοράς του Λόντου. Οι Τούρκοι στις 7 Σεπτεμβρίου εισέβαλαν και λεηλάτησαν για δεύτερη φορά την Βοστίτσα. Ο Φωτάκος για το συγκεκριμένο περιστατικό αναφέρει ότι ο Λόντος έλεγε λόγους μεγάλους αλλά πράγματα μικράν έπραττεν. Στη συνέχεια του αγώνα ο Λόντος επέδειξε μεγαλύτερη τόλμη συμμετέχοντας σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Ρούμελη και βοηθώντας τους Μεσολογγίτες. Η εκστρατεία του δεν είχε επιτυχία, βοήθησε όμως σημαντικά. Τον Νοέμβριο του 1822 ξαναπέρασε στο Μεσολόγγι συμμετέχοντας αυτή τη φορά με 400 άνδρες στην ίδια την άμυνα της πόλης. Η πολιορκεία λύθηκε και έτσι επέστρεψε στον Μοριά και συγκεκριμένα στην Ακράτα όπου οι Έλληνες πολιορκούσαν τους Τούρκους. Λόγω των διαφορών που προέκυψαν μεταξύ των κοτζαμπάσηδων, των καπεταναίων και του Ανδρούτσου δεν στάθηκε δυνατό να νικηθούν.

Το 1823 με εκατοντάδες άντρες πέρασε στην Ρούμελη σε μια προσπάθεια να αποδυναμωθεί ο τουρκικός στρατός και να προστατευθεί ο Μοριάς και το Μεσολόγγι. Στην μάχη που πραγματοποιήθηκε στα στενά της Καλλιακούδας ο ελληνικός στρατός ηττήθηκε, ο δε Λόντος απουσίαζε καθώς είχε καθυστερήσει να φτάσει. Τότε ο Κωνσταντίνος Μεταξάς, γενικός έπαρχος Δυτικής Ελλάδος, έγραψε στον Λόντο "προτρέπων αυτόν να κινήση άνευ αναβολής δια την Δυτικήν Ελλάδα", πράγμα το οποίο ο Λόντος δεν έπραξε αναχωρώντας για την ιδιαίτερη πατρίδα του. Μαζί του πήρε και τους Σουλιώτες. Γι'αυτό το τελευταίο ο Μεταξάς τον κατηγόρησε ότι αντί να ενισχύσει την άμυνα του Μεσολογγίου με την απόφασή του να τους πάρει την μείωσε τελικά. 

Η σύγκρουση μεταξύ Φιλικών - Στρατιωτικών και κοτζαμπάσηδων - πλοιοκτητών άρχισε να γίνεται φανερή ήδη από την Α΄ εθνοσυνέλευση. Ο  Υδραίος Αντώνης Οικονόμου, ο οποίος βρισκόταν περιορισμένος σε μοναστήρι, προκειμένου να συμμετάσχει δραπέτευσε. Οι Υδραίοι πλοιοκτήτες φοβούμενοι τον ερχομό του Οικονόμου λόγω των λαϊκών ερεισμάτων που είχε αποφάσισαν να τον σκοτώσουν στέλνοντας τον Λόντο με τους 300 Ρουμελιώτες του. Παράλληλα και ο Κολοκοτρώνης έστειλε άντρες για να προστατέψουν τον Οικονόμου. Ο Λόντος όμως είχε κινηθεί πιο γρήγορα καταφέρνοντας να τους προλάβει και τελικώς να σκοτώσει τον Οικονόμου, μια από τις πιο αγνές μορφές του Αγώνα. Η ευθύνη βέβαια που φέρει για αυτή τη δολοφονία ο Λόντος δεν νομίζω ότι χρειάζεται να συζητηθεί. Ούτε και τα κίνητρά του.

Κατά τη διάρκεια της Β΄ Εθνοσυνέλευσης του Άστρους διετέλεσε φρούραρχος αυτού. Ο παραμερισμός των Στρατιωτικών/Φιλικών οδήγησε στην πολιτική όξυνση, η δε πρόθεση του Κολοκοτρώνη να καταλάβει την Πάτρα εισερχόμενος έτσι στην περιοχή του Ζαΐμη και του Λόντου οδήγησε στην στρατιωτική σύγκρουση και στην κατάληψη της Ακροκορίνθου από τον τελευταίο. Στη συνέχεια προχώρησε με κυβερνητικό στρατό στην Τρίπολη, την οποία κατέλαβε και λεηλάτησε. Κάπως έτσι, πολύ συνοπτικά, τελείωσε ο α΄ εμφύλιος πόλεμος. Αμέσως μετά, τον Ιούλιο του 1824, ο Λόντος διορίστηκε στρατοπεδάρχης της Πάτρας, θέση σημαντική καθώς μπορούσε να ελέγχει όλη την περιοχή. Δεν πρόλαβε όμως να εκμεταλλευθεί τα οφέλη αφού οι νικητές του πρώτου εμφυλίου είχαν αρχίσει να συγκρούονται μεταξύ τους. Η σύγκρουση κοτζαμπάσηδων/στρατιωτικών με τους πλοιοκτήτες, οι οποίοι απολάμβαναν την στήριξη του Μαυροκορδάτου και του Κωλέττη, θα οδηγήσει στο ξέσπασμα του δεύτερου εμφυλίου. Η κυβέρνηση Κουντουριώτη προέβαλε αρκετά εμπόδια στη χρηματοδότηση της πολιορκίας της Πάτρας, ο δε Λόντος  θέλοντας να ασχοληθεί με τα πολιτικά πράγματα αποφάσισε να διαλύσει την πολιορκία. Η απόφασή του αυτή εξόργισε την κυβέρνηση, η οποία τον κάλεσε να απολογηθεί. Ο Λόντος αρνήθηκε και αμέσως άρχισαν νέες εμφύλιες συγκρούσεις. Οι Κολοκοτρώνης, Ζαΐμης και Λόντος συνασπίστηκαν αυτή τη φορά για να αντιμετωπίσουν τους κυβερνητικούς. Αν και προσπάθησε, δεν κατάφερε τελικώς να καταλάβει το Παλαμήδι. Ο θάνατος δε του Πάνου Κολοκοτρώνη, οδήγησε στην αποστασιοποίηση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και στην αποδυνάμωση της ομάδας των κοτζαμπάσηδων. Προκειμένου να διασωθεί κατέφυγε αρχικά στα Τρίκαλα Κορινθίας, τα οποία όμως εγκατέλειψε λόγω Γκούρα, και στη συνέχεια στην Κερπινή Καλαβρύτων, όπου ηττήθηκε ύστερα από μάχη. Για να σωθεί κατέφυγε στην Γλαρέτζα μαζί με τον Ζαΐμη και εν συνεχεία στη νήσο Κάλαμο.

Η σημαία του Λόντου


Ο ερχομός του Ιμπραήμ, σήμανε και την επιστροφή του Λόντου. Τον Απρίλιο του 1825 αποβιβάστηκε στην Γλαρέτζα και ύστερα από συνεννόηση επέστρεψε στην επαρχεία του χωρίς όμως να καταφέρει να προστατέψει την Βοστίτσα από μια ακόμη λεηλασία. Συμφιωλιώθηκε με τους Κουντουριώτηδες και στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση κατάφερε μαζί με τον Ζαΐμη να επικρατήσει. Ο τελευταίος διορίστηκε πρόεδρος της διοικητικής επιτροπής ενώ ο αδερφός του Ανδρέα, ο Αναστάσιος Λόντος, διορίστηκε μέλος της διοικητικές επιτροπής. Για να ικανοποιηθεί ο Λόντος, η κυβέρνηση του ανέθεσε να συλλέξει τους φόρους από την επαρχεία της Βοστίτσας παραμερίζοντας έτσι τον έτερο πρόκριτο, Δημήτριο Μελετόπουλο.

Λόγω της κρίσιμης κατάστασης διατάχθηκε από την κυβέρνηση να εκστρατεύσει στην Αττική. Προφασιζόμενος διάφορες δικαιολογίες καθυστερούσε συνεχώς την αναχώρησή του. Φοβούμενος να εκστρατεύσει έμεινε τελικώς στην επαρχία του, εκμεταλλεύθηκε δε την αναχώρηση του Νοταρά για την Αττική και κατέλαβε την Ακροκόρινθο τρομοκρατώντας και λεηλατώντας τον τοπικό πληθυσμό. Ύστερα απο καταγγελίες στη Γ΄ Συνέλευση, ο Λόντος καταδικάστηκε για τους βασανισμούς και η αρχηγία του στρατεύματος του αφαιρέθηκε. Την θέση του στην Βοστίτσα ανέλαβε ο τοπικός αντίπαλός του, Δημήτριος Μελετόπουλος. Κάπως έτσι τελειώνει η διαδρομή του Λόντου κατά την επανάσταση του 1821. Από την καταδίκη του και  μετά ο Λόντος προσπάθησε με διάφορα τεχνάσματα να ξανακερδίσει την αρχηγία του στρατού, όλα όμως αποδείχτηκαν ανεπαρκή.

Κυριακή, Μαρτίου 20

Κτήμα Συγγρού


Ο ακρωτηριασμένος "Πάρης" του γλύπτη Γεωργίου Μπονάνου (1863 - 1939)

Ανεβάζω μια φωτογραφία του έργου του Γεωργίου Μπονάνου από την σημερινή βόλτα μου στο κτήμα Συγγρού. Το γλυπτό βρίσκεται μπροστά από την οικία του Ανδρέα Συγγρού, η δε κατάστασή του όπως φαίνεται και από την φωτογραφία δεν είναι καθόλου καλή.

Πατήστε πάνω για να δείτε πιο καθαρά

Τετάρτη, Μαρτίου 16

Ανδρέας Σ. Λόντος (Μέρος Α)

Η δημοσίευση για τον βίο του Ανδρέα Λόντου θα πραγματοποιηθεί σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος περιγράφονται τα πρώιμα χρόνια, στο δεύτερο η ανάμειξή του με την επανάσταση και στο τρίτο η μετέπειτα πορεία του στον πολιτικό στίβο. Στο τελευταίο και ολοκληρωμένο ποστ (και τα τρία μέρη μαζί) θα προστεθούν και παραπομπές.

Ανδρέας Λόντος, έργο του Louis Dupre



Ο Ανδρέας Σ. Λόντος (1786 - 1846) πρόκειται για μια απο τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της επανάστασης του '21. Η λέξη βέβαια "σημαντικός" δεν είναι δυνατό να εξαντλείται μόνο στην καλή του πλευρά  καθώς η σταση του σε όλη την περίοδο της ζωής του ήταν αρκετά διφορούμενη. Μαζί με τον Αναγνώστη Δηλιγιάννη και τον Ανδρέα Ζαΐμη, ο Λόντος αποτελεί αναμφισβήτητα τον χαρακτηριστικότερο τύπο του κοτζαμπάση με το πιο τραγικό τέλος απο όλους. 

Γεννήθηκε στα 1784 στη Βοστίτσα (σημερινό Αίγιο) και ήταν γιός του κοτζαμπάση Σωτηράκη Λόντου και δισέγγονος του Γκολφίνου Ανδρούτσου Λόντου, του γενάρχη του κλάδου της Βοστίτσας. Κατα τον Αιγιώτη ιστορικό Σταυρόπουλο, οι Λόντοι κατάγονταν «απο παλιά βυζαντινή οικογένεια της Κωνσταντινούπολης ονόματεια Στρατολάται, η οποία κατήλθε κατα τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας στον Κάλανο των Νεζερών». Την εκδοχή της βυζαντινής καταγωγής όμως αμφισβητεί έντονα ο Τάκης Σταματόπουλος χαρακτηρίζοντας μάλιστα τον συγγραφέα αυτής ως "ευφάνταστο". Είναι γνωστό οτι ο Σταυρόπουλος πράγματι είχε την τάση να εξιδανικεύει πρόσωπα και καταστάσεις προσδίδοντας ηρωϊκό χαρακτήρα σε αυτά.

Οι Λόντοι του Καλάνου είχαν κερδίσει πολλά προνόμια απο τους Ενετούς που κατείχαν την περιοχή, διετέλεσαν πρόκριτοι της περιοχής, είχαν πύργο ενώ αρκετοί είχαν διατελέσει και διερμηνείς του Ενετού προξένου πρωταγωνιστώντας όμως σε αρνητικά επεισόδια. Τα ερείπια μάλιστα του πύργου των Λόντωνν σύμφωνα πάλι με τον Σταυρόπουλο υπάρχουν ακόμα ή τουλάχιστον υπήρχαν την δεκαετία του 1950. Μετά το 1711, όταν δηλαδή οι Ενετοί αποχώρησαν απο την Πελοπόννησο, οι Λόντοι διασκορπίστηκαν. Εκεί δημιουργήθηκαν οι δύο κλάδοι των Λόντων: ο ένας των Πατρών και ο άλλος της Βοστίτσας. Γενάρχης του κλάδου της Βοστίτσας όπως αναφέρθηκε και παραπάνω θεωρείται ο Γκολφίνος Λόντος του Ανδρούτσου. Ο Γκολφίνος πρέπει να ήταν ο γιός του περίφημου Ανδρούτσου Λόντου, διερμηνέα του προξένου των Ενετών που τόσες φορές είχε προκαλέσει την μήνη του Πασά, των Εβραίων και του λαού.

Η ακμή των Λόντων έφτασε στο απόγειό της επι εποχής Σωτηράκη Α. Λόντου. Ο Σωτηράκης Λόντος εκμεταλλευόμενος την ισχύ και τον πλούτο της οικογένειας εξελέγη προεστός της Βοστίτσας και σύντομα δημιούργησε τον δικό του πυρήνα κοτζαμπάσηδων που επηρέαζε όλον τον Μοριά. Το 1807 διορίστηκε απο τον Πασά του Μοριά, μωρογιάννης κάτι σαν πρωθυπουργός. Παράλληλα διατηρούσε το προνόμιο να εγκρίνει τους αρχιερείς της Πελοποννήσου που εκλέγονταν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το 1812 όμως ο νέος Πασάς, Ιντζελί, διέταξε ύστερα απο κατηγορίες για διαφθορά του αντιπάλου του Δεληγιάννη, τον αποκεφαλισμό του Σωτηράκη, ο οποίος και έγινε με τυπικές διαδικασίες.

Μετά την δολοφονία του πατέρα του ο Ανδρέας Λόντος αναλαμβάνει να περισώσει την οικογένειά του. Ο Λόντος είχε λάβει ικανοποιητική μόρφωση φοιτώντας μάλιστα δίπλα στον Ευστάθιο Παλαμά, αδερφό του προ-πάππου του Κωστή Παλαμά (περισσότερα για τους Παλαμάδες σε προηγούμενη δημοσίευση). Ο αποκεφαλισμός όμως του πατέρα του, τον ανάγκασε να καταφύγει στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε υπηρετήσει ως Βεκίλης ο πατέρας του. Εκεί σύναψε φιλίες με ισχυρούς Τούρκους (μεταξύ των οποίων και τον νέο Μόρα Βαλεσή Σακήρ Αχμέτ) και Έλληνες του Πατριαρχείου ενώ βρήκε και άτομα που γνώριζαν τον πατέρα του απο παλιά και ήταν πρόθυμα να τον βοηθήσουν. Επέστρεψε έτσι τρία χρόνια αργότερα στη Βοστίτσα και άρχισε να ξαναοργανώνει τον δικό του κύκλο. Με τη βοήθεια των Ζαΐμηδων πέτυχε τον αποκεφαλισμό του Δεληγιάννη με προφανή λόγο να πάρει εκδίκηση. Το 1818 εξελέγη πρόκριτος της Βοστίτσας. Τα οικονομικά έξοδα του Ανδρέα που επιβαρύνονταν και απο τις σπουδές του αδερφού του Αναστάση Λόντου στην Ιταλία τον ανάγκασαν σύντομα να αρχίσει να δανείζεται. Για να τα φέρει εις πέρας άρχισε να καταπιέζει τους κατοίκους της Βοστίτσας επιβάλλοντας τους συνεχώς νέους φόρους. Για την εκμετάλλευση του λαού της Βοστίτσας από τους κοτζαμπάσηδες είχε αναφερθεί και ο Πουκεβίλ σε μια επίσκεψή του το 1818: "αν οι Κοτζαμπάσηδες δεν καταπίεζαν τους Έλληνες τόσο σε αυτά τα μέρη η Βοστίτζα θα είχε γίνει η πλουσιότερη πόλη του Μοριά".