Κυριακή, Μαρτίου 18

Συγκέντρωση γης και επενδυτικές πρακτικές στον δήμο Δύμης στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα

Στην παρούσα ανάρτηση ανα-δημοσιεύω από το περιοδικό "Τα Ιστορικά" (τεύχος 52, Αθήνα, Ιούνιος 2010, σ.27 επ.) μια μελέτη του Στάθη Κουτρουβίδη, τον οποίο και ευχαριστώ για την παραχώρηση του κειμένου, με τίτλο «Συγκέντρωση γης και επενδυτικές πρακτικές στον δήμο Δύμης στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα».

Πρόκειται για μια μελέτη που προσπαθεί να εντοπίσει τους μηχανισμούς και τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες συγκεκριμένα πρόσωπα κατάφεραν να συγκεντρώσουν σημαντικές εκτάσεις καλλιεργήσιμης γής στον δήμο Δύμης εις βάρος των μικροιδιοκτητών - καλλιεργητών. Τα άτομα αυτά προσβλέποντας στην αδιάθετη γή (εθνικές γαίες) που υπήρχε στην Ελλάδα από την εποχή της επαναστάσεως του 1821 επιχείρησαν, και πέτυχαν, να λάβουν εκτάσεις εκμεταλλευόμενοι είτε τον νόμο περί προικοδοτήσεως ελληνικών οικογενειών του 1835 (έναν νόμο που ευνοούσε όσους είχαν σεβαστά χρηματικά κεφάλαια και σίγουρα δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής[1] με εξαίρεση τον νομό Αχαϊοήλιδος που εφαρμόστηκε σε μεγάλο βαθμό) είτε τις δύο νομοθετικές ρυθμίσεις της κυβέρνησης Κουμουνδούρου (1871), των οποίων το αποτέλεσμα αμφισβητείται αν και κατα πόσο ευνόησε τις μικρές ιδιοκτησίες.

Μέσα από την αγορά και εκμετάλλευση της αγροτικής γής καθίστατο δυνατή η γρήγορη κοινωνική ανέλιξη καθώς και η επίτευξη σημαντικού κέρδους μέσω της εμπορευματοποίησης της σταφίδας. Ο Κουτρουβίδης χρησιμοποιώντας τρία πρόσωπα (Λέων, Γερούσης, Σαγιάς) καταγράφει και μελετά τις κινήσεις που ακολούθησαν έτσι ώστε να αποκτήσουν, να αυξήσουν και να διατηρήσουν τις εκτάσεις αγροτικής γής. Η όλη διαδικασία περιέχει νομικά τερτίπια, αρκετές συγκρούσεις με την τοπική κοινωνία και άπλετη πολιτική στήριξη που πηγάζει είτε από συγγενικές σχέσεις (όπως στην περίπτωση του Λέοντα) είτε από κοινωνικές σχέσεις. Ειδικότερα όσον αφορά την πολιτική στήριξη, δεν πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός ότι στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα η μεσαία τάξη αποκτά προταγωνιστικό ρόλο στην πολιτική ζωή της Αχαΐας εκτοπίζοντας σε μεγάλο βαθμό τις παραδοσιακές πολιτικές οικογένειες. Σημαντικό ρόλο στην τελευταία εξέλιξη πρέπει να αποτέλεσε η τάση[2] των παλαιών πολιτικών οικογενειών για απομάκρυνση από την παραγωγική δραστηριότητα, κενό που αναπλήρωνε σταδιακά η μεσαία τάξη των εμπόρων ή των δικηγόρων. Η σταδιακή ανέλιξη μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων και η ένταξή τους στην αστική τάξη με την ταυτόχρονη διεύρυνσή της είναι κοινωνικό φαινόμενο και όχι πολιτικό. Συνέπεια αυτής της κοινωνικής κυριαρχίας είναι και η πολιτική καθιέρωσή τους. Το πολιτικό δηλαδή έρχεται ως αποτέλεσμα μιας εκμετάλλευσης που συμβαίνει στους παραγωγικούς όρους συγκρότησης της οικονομίας.

Οι τρείς περιπτώσεις που λαμβάνονται ως χαρακτηριστικά παραδείγματα περιέχουν διαφορές μεταξύ τους είτε ως προς τα κοινωνικά στοιχεία του καθενός (επάγγελμα, καταγωγή) είτε ως προς τα μέσα επιρροής. Για παράδειγμα ο Γεώργιος Λέων, στρατιωτικός και κτηματίας, κατάφερε να εξαργυρώσει την συμμετοχή του στην επανάσταση λαμβάνοντας στον Αλυσσό εκατοντάδες στρέμματα καλλιεργήσιμης γής, τα οποία διατηρούσε εκμεταλλευόμενος τις συγγενικές του σχέσεις με την οικογένεια Πετμεζά της Αχαΐας. Ο Νικόλαος Σαγιάς από την άλλη, νομικός στο επάγγελμα, αποφάσισε να επενδύσει στην ιδιοκτησία γης αγοράζοντας σημαντικές εκτάσεις στον δήμο Δύμης χωρίς πάντως να χρησιμοποιήσει πολιτικά μέσα[3] για την απόκτηση ή διατήρησή τους. Η κοινωνική ανέλιξη του ίδιου και της οικογένειάς του αποτελούν το επισφράγισμα μιας πετυχημένης επένδυσης. Τέλος η περίπτωση του Θεμιστοκλή Γερούση είναι σε ένα βαθμό διαφορετική καθώς σε αντίθεση με τους υπολοίπους ο Γερούσης ήταν ήδη καταξιωμένος στην τοπική κοινωνία και απλώς αποσκοπούσε στο οικονομικό κέρδος με την επανεπένδυση κεφαλαίων στην καλλιέργεια και στο εμπόριο της σταφίδας. Γόνος διακεκριμένης εμπορικής οικογένειας με κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, και πολυδάπανο[4] τρόπο διαβίωσης, είχε αποκτήσει σεβαστή περιουσία από την εμπορική δραστηριότητα και κατά συνέπεια τον περιέβαλε η αύρα του άξιου τέκνου των Πατρών, αύρα που συντηρούσε πολύ πετυχημένα και μεθοδικά ο τοπικός τύπος σε κάθε αντιδικία του με το δημόσιο ή με τρίτο.

Κοινό χαρακτηριστικό και των τριών είναι ότι γύρω από τις μεγάλες εκτάσεις τους δημιουργήθηκαν οικισμοί, κάποιοι εκ των οποίων διατηρούνται και σήμερα (Σαγέικα). Οι κτηματίες έχοντας ανάγκη για εργατικά χέρα προσέφεραν οι ίδιοι προνόμια σε πληθυσμούς που συνήθως προέρχονταν από τα ορεινά για να εγκατασταθούν και να εργαστούν στα κτήματά τους επιλέγοντας τα εμφυτευτικά συμβόλαια, με τα οποία μετατρέπονταν στο μέλλον από εμφυτευτές σε μικρούς ιδιοκτήτες. Είναι ένα φαινόμενο που εντοπίζεται και σε αντίστοιχες περιπτώσεις (βλέπε κτήμα Σωτηριάδη στα Βραχνέϊκα) και δεν πρέπει να μας ξενίζει αν αναλογιστούμε τον γεωργικό πληθυσμό που καταγραφόταν στην Αχαΐα την εποχή εκείνη. Η ύπαρξη αγροτικού πληθυσμού άμεσα εξαρτόμενου οικονομικά και κοινωνικά από τους κτηματίες μπορούμε να υποθέσουμε ότι δέσμευε τους πρώτους επηρεάζοντας καθοριστικά και την τελική τους ψήφο, συμπέρασμα όμως που δεν μπορεί να διατυπωθεί με βεβαιότητα μιας και δεν εξάγεται άμεσα από την συγκεκριμένη εργασία. Πρόκειται επί της ουσίας για τον ίδιο προβληματισμό που διατύπωνε και ο Αριστομένης Θεοδωρίδης (1841 - 1921), νομικός και γνώστης του σταφιδικού ζητήματος, στην εναίσιμο διατριβή του με τίτλο περί ψηφοφορίας ή εκλογικής ικανότητος (Αθήνα 1864) αναρωτώμενος με τι κριτήριο θα ψήφιζε αυτός που δεν είχε να ζήσει λόγω πενίας.

* Η μελέτη βρίσκεται εδώ.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------
[1] Μουζέλης Νίκος, Κοινοβουλευτισμός και εκβιομηχάνιση στην ημι-περιφέρεια, Ελλάδα, Βαλκάνια, Λατινική Αμερική, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2005, σελ.83
[2]  Λυριντζής Χρήστος, Το τέλος των "τζακιών", κοινωνία και πολιτική στην Αχαΐα του 19ου αιώνα, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1991, σελ.79
[3] Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν χρησιμοποίησε πολιτικά μέσα για να διευκολύνει την επιχειρηματική του δραστηριότητα όπως έκανε με την υπόθεση της κατασκευής σιδηροδρομικών σταθμών.
[4] Ο Γιαννουλόπουλος έφτανε στην υπερβολή περιγράφοντας την ζωή του Γερούση παρομοιάζοντάς τον με τον Σάχη. (Χατζηϊωάννου Χριστίνα - Μαρία, Οικογενειακή στρατηγική και εμπορικός ανταγωνισμός, ο οίκος Γερούση τον 19ο αιώνα, εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 2003, σελ.274)